- λυκόσπαστος
- λυκόσπαστος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς*, κατασπαραγμένος από λύκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά-σπαστος, νευρό-σπαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυκόσπαστα — λυκόσπαστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek